- αναδρομικός
- -ή, -ό1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος.ΠΑΡ. αναδρομικότητα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον νομομαθή και πολιτικό Αναστάσιο Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.