αναδρομικός

αναδρομικός
-ή, -ό
1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός
2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος
3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος.
ΠΑΡ. αναδρομικότητα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον νομομαθή και πολιτικό Αναστάσιο Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναδρομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω: Η κίνηση προς τα πίσω λέγεται αναδρομική. 2. αυτός που ισχύει και για προηγούμενο χρόνο: Ο νόμος που ψηφίστηκε έχει αναδρομική ισχύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάδρομος — Αυτός που κινείται προς τα πάνω ή προς τα πίσω. Α. λέγεται συνήθως το συρματόσκοινο ή άλλο δυνατό σκοινί που είναι τεντωμένο λοξά από τα κατάρτια στο κατάστρωμα ή τον πρόβολο πλοίου ή από το ένα κατάρτι στο άλλο. Πάνω σε αυτό το σκοινί στηρίζεται …   Dictionary of Greek

  • αναδρομικότητα — Η ισχύς ενός νόμου σε σχέσεις οι οποίες προϋπήρξαν της έκδοσής του. Ο νόμος κανονικά δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί ο νομοθέτης να δώσει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένο νόμο ή σε ορισμένες διατάξεις του. * * * η το να… …   Dictionary of Greek

  • οπισθενεργητικός — ή, ό [οπισθενεργός] οπισθενεργός, αυτός που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομικός …   Dictionary of Greek

  • οπισθενεργός — ή, ό αυτός που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομικός («η οπισθενεργός δύναμη τού νόμου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”